Είστε εδώ

Πρόταση δυσπιστίας κατά της κυβέρνησης κατέθεσε ο Αλέξης Τσίπρας-«Η Βουλή θα κληθεί να αποφασίσει: Με τη Δημοκρατία ή με την εκτροπή»

«Πρόταση δυσπιστίας στον αρχηγό του εγκληματικού δικτύου των υποκλοπών, τον εντολέα του παρακράτους, πλέον υπάρχουν αποδείξεις. Η Βουλή θα αποφασίσει: Με τη Δημοκρατία ή με την εκτροπή;» σημείωσε με νόημα ο πρόεδρος του ΣΥΡΙΖΑ – ΠΣ από το βήμα της Βουλής.

Με αυτή τη φράση ο Αλέξης Τσίπρας κατέθεσε πρόταση δυσπιστίας κατά της κυβέρνησης τονίζοντας ότι είναι επικίνδυνη για τη δημοκρατία και δεν μπορεί να παραμείνει ούτε για μια ημέρα στη θέση της.

«Υποβάλλουμε πρόταση δυσπιστίας κατά της Κυβέρνησης, ως ένα πρώτο βήμα της πορείας στο λαό για την υπεράσπιση της δημοκρατίας, της διαφάνειας και της δικαιοσύνης, είπε ο Αλέξης Τσίπρας.

Η κυβέρνηση η οποία όλο αυτό το διάστημα αρνούνταν τα πάντα ή στρουθοκαμήλιζε με το ζήτημα των υποκλοπών, τώρα πλέον είναι υποχρεωμένη να απαντήσει και κυρίως ο «ενορχηστρωτής» των υποκλοπών, Κυριάκος Μητσοτάκης.

Μίλησε για “δίνη αποκαλύψεων“, “για ασύλληπτο αριθμό υποκλοπών“, καθώς, όπως είπε “υπουργοί, επιχειρηματίες, στελέχη ενόπλων δυνάμεων έγιναν βορρά παράνομου, ρυπαρού, εγκληματικού δικτύου που είχε έδρα το Μαξίμου και συντονιστή τον πρωθυπουργό τον οποίο κατηγόρησε ότι οργάνωσε το δίκτυο παρακολουθήσεων «προκειμένου να αποσπά πληροφορίες και να τους έχει όλους στο χέρι“.
Αναλυτικά ολόκληρη η ομιλία του Αλέξη Τσίπρα:

«Κυρίες και κύριοι βουλευτές

Για την πατρίδα, την κοινωνία, τα πολιτικά κόμματα, τους πολίτες, έρχεται κάποτε μια κρίσιμη στιγμή, που καλούνται να πάρουν μια σαφή θέση. Να πουν το μεγάλο ΝΑΙ, ή το μεγάλο ΟΧΙ.

Σε μια τέτοια στιγμή βρισκόμαστε σήμερα. Η Ελλάδα κλυδωνίζεται μέσα στα ταραγμένα νερά της γεωστρατηγικής αστάθειας. Την κοινωνία την πολιορκεί η ανασφάλεια για το σήμερα. Και η αγωνία για το αύριο.

Και δυστυχώς, οι τύχες της κοινωνίας, της δημοκρατίας, της πατρίδας, σε μια τέτοια στιγμή, βρίσκονται στα χέρια μιας κυβέρνησης όχι μόνο ανίκανης, προσκολλημένης σε ιδιοτέλειες και συμφέροντα, αλλά και βαθιά αντιδημοκρατικής.

Και ενός πρωθυπουργού που γράφει το χρονικό μιας προαναγγελθείσας αποστασίας.

Από τους κανόνες της δημοκρατίας. Από την ηθική της δημοκρατίας. Από τις γραμμές και τις συντεταγμένες του κράτους δικαίου που αποτελεί θεμέλιο της δημοκρατίας.

Κανείς δεν δικαιούται να κλείνει τα μάτια και τα αφτιά μπροστά σ’ αυτό που συμβαίνει.

Γιατί αυτό που συμβαίνει δεν αφορά μόνο κάποιους έγκριτους συνταγματολόγους, ή κάποιους ιδιαίτερα ευαίσθητους για τα δημοκρατικά δικαιώματα, όπως θέλουν να το εμφανίζουν οι διάφοροι προπαγανδιστές της κυβέρνησης. Αφορά τη ζωή των ανθρώπων.

Αφορά το κλίμα και τους κανόνες μέσα στους οποίους η κοινωνία δρα και προοδεύει, αξιοποιώντας δικαιώματα κατακτημένα με αγώνες. Μας αφορά όλους.

Η ελληνική κοινωνία ζει εδώ και έξι μήνες στη δίνη των αποκαλύψεων για ασύλληπτο αριθμό υποκλοπών. Στη δίνη της πιο εκτεταμένης και βαθιάς εκτροπής από τους κανόνες δικαίου που είδε η χώρα από τη Μεταπολίτευση και μετά. Στη δίνη ενός πρωτοφανούς σκανδάλου.

Δημοσιογράφοι, ευρωβουλευτές, ο πρόεδρος του ΠΑΣΟΚ – ΚΙΝΑΛ, υπουργοί, επιχειρηματίες, στελέχη των ενόπλων μας δυνάμεων, έχουν ταπεινωθεί, σε «στόχους» κι έγιναν βορά ενός παράνομου, πράγματι «ρυπαρού δικτύου». Ενός εγκληματικού δικτύου που είχε όμως έδρα το ίδιο το Μέγαρο Μαξίμου και συντονιστή τον ίδιο τον Πρωθυπουργό.

Τον ίδιο τον Πρωθυπουργό που οργάνωσε αυτό το δίκτυο προκειμένου να έχει στο χέρι, όχι μόνο χρήσιμες πληροφορίες για τους πολιτικούς του αντιπάλους, τους πολιτικούς του φίλους, τους οικονομικούς παράγοντες του τόπου, τη στρατιωτική ηγεσία, τους δημοσιογράφους, τους αξιωματικούς του στρατεύματος.

Αλλά και για να τους έχει στο χέρι. Να τους εκβιάζει. Να γνωρίζει τις σκέψεις, τις επιδιώξεις, τις αδυναμίες τους.

Και το δίκτυο αυτό το οργάνωσε με πολύ σοβαρό σχεδιασμό από τη πρώτη στιγμή που ανέλαβε τη διακυβέρνηση του τόπου και με πολύ σοβαρό σχεδιασμό.

Πήρε την ΕΥΠ στο γραφείο του. Τοποθέτησε Επικεφαλής της έναν δικό του άνθρωπο παρόλο που δε πληρούσε τα κριτήρια του νόμου. Άλλαξε τον νόμο, δε κόλλησε σε αυτό. Φρόντισε να τοποθετηθεί αρμόδια της ΕΥΠ εισαγγελέας η κα Βλάχου. Και έχρισε βοηθό εκπληρώσεως τον ανιψιό του, για το συντονισμό του δικτύου.

Αξιοποίησε τις σχέσεις της χώρας με άλλες χώρες με προηγμένη τεχνολογία και κατάφερε να διαθέσει σε αυτό το ρυπαρό και εγκληματικό του δίκτυο, προηγμένα τεχνολογικά συστήματα που ξεπερνάνε κάθε φαντασία. Γιατί δεν υποκλέπτουν μόνο τις τηλεφωνικές συνδιαλέξεις, αλλά και κάθε στιγμή 24 ώρες το 24ωρο, αρκεί να είναι δίπλα σου το κινητό σου τηλέφωνο. Υποκλέπτει τις προσωπικές σου στιγμές, παίρνει φωτογραφίες, παίρνει βίντεο.

Εν πλήρη γνώση του έστησε μια Οργουελιανή δυστοπία. Με εκατοντάδες θύματα που έλαβαν το παγιδευμένο μήνυμα με το κακόβουλο λογισμικό. Μεταξύ αυτών ο αρχηγός του ΠΑΣΟΚ, ο κ. Σπίρτζης, η κ. Γεροβασίλη, δεκάδες υπουργοί, δημοσιογράφοι, οικονομικοί παράγοντες. Και για όσους δεν άνοιγαν το κακόβουλο μήνυμα και δε μολύνονταν, υπήρχε ο άλλος δρόμος ο παραδοσιακός. Ο νομότυπος. Με τις υπογραφές και την ευγενική συνδρομή μιας εισαγγελέως που από ότι φαίνεται από τις καταθέσεις της στην Επιτροπή Θεσμών, εν πλήρη επίγνωση ότι διαπράττει κατάχρηση εξουσίας, έσπευδε να υπογράφει διαδοχικές και επαναλαμβανόμενες διατάξεις για τη παρακολούθηση όποιων της ζητούνταν και για όσο της ζητούνταν.

Ο κ. Μητσοτάκης ως εγκέφαλος και αρχηγός αυτού του εγκληματικού δικτύου, προέβη στις πράξεις αυτές διότι πέραν όλων των άλλων, διακατέχεται από μια βαθύτατη οίηση και αλαζονεία. Μεγάλωσε ως πρίγκιπας και τώρα νόμιζε ότι έγινε βασιλιάς. Και πίστεψε ότι θα είναι ισόβιος. Ότι κανείς ποτέ δε θα τον ελέγξει.

Όταν ο δημοσιογράφος Κουκάκης, τυχαία ανακάλυψε ότι παρακολουθείται, ο κ. Μητσοτάκης όχι μόνο δεν κλονίστηκε, αλλά έσπευσε να νομοθετήσει, ώστε η Ανεξάρτητη Αρχή να μην έχει δικαίωμα να τον ενημερώσει μετά το πέρας της παρακολούθησης του.

Και όταν και ο κ. Ανδρουλάκης ανακάλυψε ότι στο κινητό έγιναν απόπειρες επιμόλυνσης με το κακόβουλο λογισμικό, έστελνε τον κ. Κοντολέοντα στην Επιτροπή Θεσμών να λέει ψέματα ότι ουδέποτε η ΕΥΠ παρακολούθησε το κινητό του τηλέφωνο.

Και όταν ο Πρόεδρος της ΑΔΑΕ, ο κ. Ράμμος, με δική του επιμονή, όταν του υποδείκνυαν να μην ασχοληθεί με την υπόθεση Ανδρουλάκη, διότι η υπόθεσή του αφορά κακόβουλο λογισμικό και όχι συμβατική παρακολούθηση, υπήρξε έλεγχο στην εταιρεία κινητής τηλεφωνίας. Μόνο τότε ανακαλύφθηκε τυχαία, η επίσημη και νομότυπη παρακολούθηση Ανδρουλάκη και άνοιξε ο ασκός του Αιώλου.

Ακόμη και τότε όμως, τι έκανε ο αρχηγός του εγκληματικού δικτύου; Έριξε την ευθύνη στο βοηθό εκπληρώσεως, στον ανιψιό του, και ξεκίνησε την επιχείρηση συγκάλυψης. Και το βασικό σκάνδαλο διασταυρώθηκε με ένα ίσως ακόμα μεγαλύτερο σκάνδαλο, που αποδεικνύει όχι μόνο την ενοχή της κυβέρνησης και προσωπικά του κ. Μητσοτάκη, αλλά και την παγερή και χωρίς κανένα ενδοιασμό εκτροπή από τη δημοκρατική τάξη.

Αποδεικνύει τη νοοτροπία συμμορίας που έχει ως κανόνα δράσης της τη σιωπή, το φίμωτρο, την ομερτά.

Στην αρχή μιλήσατε για προϊόντα μυθοπλασίας, για μύθους του Αισώπου. Θέσατε υπό διωγμώ την ερευνητική δημοσιογραφία, επιστρατεύσατε τη σπίλωση και τη δολοφονία χαρακτήρων. Ύστερα, κάτω από το βάρος των αποκαλύψεων, υποχρεωθήκατε να παραδεχτείτε κάποιες υποκλοπές, όπως του κυρίου Ανδρουλάκη, τις οποίες όμως υποβάθμισε σε «παρατυπίες». Ή ακόμα χειρότερα σε νόμιμες επισυνδέσεις, που δεν έπρεπε όμως να έχουν συμβεί! Νόμιμες, αλλά υποχρεώθηκαν σε παραίτηση οι πιο έμπιστοι άνθρωποι του κυρίου Μητσοτάκη.

Και τέλος, ο ίδιος ο πρωθυπουργός έριξε όλο το βάρος της εξουσίας που του εμπιστεύτηκε ο ελληνικός λαός για να συσκοτίσει το σκάνδαλο. Και το δράμα των υποκλοπών συνοδεύτηκε από την κωμωδία της Εξεταστικής. Από τα μικρά και μεγάλα πραξικοπήματα με πρόσχημα το απόρρητο. Από την ιταμότητα της εισαγγελέως της ΕΥΠ κ. Βλάχου, που δήλωσε ότι μπορεί να υπογράφει ανέλεγκτα την παρακολούθηση ακόμα και της Προέδρου της Δημοκρατίας. Από τη ντροπιαστική «γνωμοδότηση» του εισαγγελέως του Αρείου Πάγου, που ουσιαστικά επιχείρησε να απαγορεύσει στην ΑΔΑΕ να ασκήσει το έργο που το Σύνταγμα της επιτάσσει, έως τον οχετό της προπαγάνδας, που είχε στόχο να επιβάλει ως «κανονικότητα» την εκτροπή.

Και φυσικά από τη ντροπιαστική συμπεριφορά του ίδιου του κ. Μητσοτάκη κάθε φορά που έπρεπε δημόσια να τοποθετηθεί για το ζήτημα των υποκλοπών. Επί 6 μήνες λέει όπου σταθεί και όπου βρεθεί ψέματα, συνειδητά ψέματα. Ότι δεν γνώριζε, ότι δεν γίνονταν παρακολουθήσεις. Στις τηλεοπτικές συνεντεύξεις, στις συζητήσεις στη Βουλή, στις δημόσιες δηλώσεις του διαρκώς κάνει τον ανήξερο και λέει ψέματα. Ψέματα είπε ακόμη και μέσα στη Βουλή. Στις 8 Δεκεμβρίου. Μας έλεγε ότι είναι αδιανόητο να παρακολουθεί τον κ. Χατζηδάκη και τον κ. Φλώρο. Έληξε τη συνεδρίαση και το έβαλε στα πόδια.

Για να μη βρεθεί στη δύσκολη θέση να απαντήσει σε ένα και μόνο ερώτημα που του έθετα με επιμονή: «Αν αποδειχτεί τελικά ότι η ΕΥΠ παρακολουθούσε Χατζηδάκη και Φλώρο θα παραιτηθείτε;» Αυτό το ερώτημα του έθεσα. Και αντί να μου απαντήσει ευθέως «δεν υπάρχουν παρακολουθήσεις του Αρχηγού ΓΕΕΘΑ και του Χατζηδάκη και ναι θα παραιτηθώ αν αποκαλυφθεί κάτι τέτοιο», επέλεξε να ταπεινωθεί και να το βάλει στα πόδια.

Γιατί το επέλεξε αυτό; Γιατί ο ίδιος ως εγκέφαλος του παρακράτους, φυσικά και γνώριζε ποιους άκουγε. Γνώριζε ότι οι αποδείξεις υπάρχουν και φοβότανε ότι μπορεί να βρεθούν.

Κάθε εβδομάδα είναι κέρδος γι’ αυτόν στην καρέκλα της εξουσίας. Για αυτό και έφτασε στα άκρα, με τα απόρρητα, με τις απειλές, με τους εκβιασμούς, με τη φίμωση όλων. Για αυτό έφτασε στο σημείο να βάλει κατά της ΑΔΑΕ. Επιχείρησε να χειραγωγήσει τη Δικαιοσύνη και να τη στρέψει εναντίον της Ανεξάρτητης Αρχής. Γιατί είναι ένοχος και γιατί είναι ο ίδιος ο εγκέφαλος και ο εντολέας του παρακράτους. Και γιατί ακόμη και όταν άρχισε να ξηλώνεται το πουλόβερ, τον περασμένο Αύγουστο, τυφλωμένος από τη δύναμη της εξουσίας πίστεψε ότι έχει τη δύναμη να συγκαλύψεις τα πάντα.

Δεν υπολόγισε ότι η Ελλάδα είναι ακόμη κράτος δικαίου. Και κυρίως δεν υπολόγισε ότι υπάρχουν ακόμη δημόσιοι λειτουργοί που βάζουν το καθήκον και τη συνείδησή τους πάνω από τους εκβιασμούς, τις απειλές, τη δολοφονία χαρακτήρα.

Δεν υπολόγισε ότι υπάρχουν δικαστές και στην Αθήνα. Υπάρχουν άνθρωποι ευσυνείδητοι. Είναι ντροπή αυτό που κάνετε κ. Γεραπετρίτη απέναντι σε έναν δικαστικό. Που κάνει αυτό που ορίζει το Σύνταγμα.

Σήμερα στη Βουλή δε θα μιλήσουμε στη βάση των αποκαλύψεων της ερευνητικής δημοσιογραφίας. Σήμερα θα μιλήσουμε στη βάση των αποδείξεων. Που μπορεί να είναι ένα μικρό δείγμα από το σύνολο των περιπτώσεων που το παρακράτος του Μαξίμου έθεσε σε επισύνδεση, αλλά αποτελεί μια αδιαμφισβήτητη διαπίστωση πια. Αποδείξεις αδιάψευστες των νομότυπων επισυνδέσεων από τα αρχεία των παρόχων κινητής τηλεφωνίας. Αποδείξεις που προέκυψαν από τις έρευνες της αρμόδιας κατά το Σύνταγμα Αρχής για τη Διασφάλιση του Απορρήτου των Επικοινωνιών. Της κατά το Σύνταγμα αρμόδιας Αρχής να διενεργεί ελέγχους στους παρόχους.

Όσοι λοιπόν αναρωτήθηκαν τι περιείχε ο φάκελος που κρατούσα όταν έβγαινα χθες από τα γραφεία της ΑΔΑΕ, μετά τη συνάντηση με τον πρόεδρό της, τον κ. Ράμμο, ήρθε η ώρα να τους λύσω την απορία. Ο φάκελος αυτός περιείχε τα αποτελέσματα της έρευνας της ΑΔΑΕ, μετά από αίτημα που εγώ κατέθεσα στις 7/12 και εμπλούτισα κατόπιν γραπτού αιτήματος της αρχής, με μεταγενέστερο αίτημά μου στις 28/12.

Ο φάκελος λοιπόν αυτός περιέχει τα παράνομα έργα του σκοτεινού παρακράτους που έστησε ο κ. Μητσοτάκης. Το ξεγύμνωμα του παρακράτους από την πιο αρμόδια αρχή του κράτους. Περιέχει το σκοτάδι που έχουμε υποχρέωση, όλες οι δυνάμεις της δημοκρατίας, να διαλύσουμε.

Στις 28/12 λοιπόν, και ενώ ήταν γνωστό ότι στα αρχεία των παρόχων η Ανεξάρτητη Αρχή είχε ήδη βρει ευρήματα επισυνδέσεων της ΕΥΠ, πέραν του κ. Ανδρουλάκη και κ. Κουκάκη, και για τα τηλέφωνα του ευρωβουλευτή κ. Κύρτσου και του δημοσιογράφου κ. Τέλογλου,

ζήτησα επισήμως να διεξαχθεί έλεγχος από την Αρχή, ώστε να διελευκάνει αν ετέθει πράγματι σε επισύνδεση,

ο υπουργός εργασίας κ. Χατζηδάκης,

ο αρχηγός ΓΕΕΘΑ κ. Φλώρος,

ο Αρχηγός ΓΕΣ κ. Λαλούσης,

ο πρώην Σύμβουλος Εθνικής Ασφαλείας κ. Διακόπουλος

ο πρωήν και ο νυν επικεφαλής της Γενικής Διεύθυνσης εξοπλισμών κύριοι Λάγιος και Αλεξόπουλος.

Και η απάντηση που επισήμως έλαβα στον φάκελο, ήταν έξι στα έξι. Για όλους ευρέθησαν επισυνδέσεις της ΕΥΠ του κ. Μητσοτάκη.

Επισήμως φτάσαμε αισίως τους δέκα. Των ανθρώπων που επισήμως, από την ΑΔΑΕ, υπάρχουν ευρήματα παρακολούθησής τους.

Για τον υπουργό του, τον στόχο της ΕΥΠ C5046, και κατά κόσμον Κωστή Χατζηδάκη τα ευρήματα αφορούν διατάξεις που εκδόθηκαν από τον Νοέμβρη του 2020 έως τον Μάη του 2021. Δηλαδή τον κ. Χατζηδάκη τον παρακολουθούσε η ΕΥΠ του κ. Μητσοτάκη επί 8 συνεχόμενους μήνες. Με διατάξεις που αρμόδια εισαγγελέας της ΕΥΠ υπέγραφε ανά δυο μήνες. Που σημαίνει ότι η κ. Βλάχου υπέγραψε τουλάχιστον τέσσερις διατάξεις παρακολούθησης του τότε υπουργού Ενέργειας και σήμερα Εργασίας.

Για τους, δε, στρατιωτικούς οι διατάξεις ξεκινούν από τον Ιούλιο του 2020 έως τον Μάιο του 2022. Με δυο λόγια η ΕΥΠ Μητσοτάκη άκουγε τους αρχηγούς του στρατεύματος, τον Σύμβουλο Ασφαλείας και τους επικεφαλής της Γενικής Διεύθυνσης Εξοπλισμών για δύο περίπου χρόνια. Που σημαίνει ότι η αρμόδια εισαγγελέας έχει υπογράψει δεκάδες διατάξεις για τη παρακολούθηση αξιωματικών των ενόπλων δυνάμεων ακόμη και των δύο αρχηγών.

Και το κρίσιμο ερώτημα είναι: Ποιος ο λόγος εθνικής ασφάλειας για να παρακολουθούνται οι ταγοί της εθνικής μας ασφάλειας; Ποιος ο λόγος εθνικής ασφάλειας για να παρακολουθείται ο υπουργός Ενέργειας τότε; Ήταν οι αρχηγοί του στρατεύματος επικίνδυνοι για την εθνική ασφάλεια; Ήταν ύποπτοι για κατασκοπία;

Η κ. Βλάχου, που στην επιτροπή Θεσμών μας είπε ότι έχει και αυτή, όπως και ο κ. Μητσοτάκης νόμιζε ότι έχει, ανέλεγκτη κρίση, είναι κι αυτή μέλος του ρυπαρού δικτύου που μας λέει ο κ. Οικονόμου; Και αν ναι γιατί βρίσκεται ακόμη στη θέση της;

Γιατί μια επικίνδυνη για τη δημοκρατία εισαγγελέας που κάνει κατ’ εξακολούθηση κατάχρηση εξουσίας, βρίσκεται ακόμη στη κρίσιμη αυτή θέση, με επιμονή Μητσοτάκη;

Και ενώ επισήμως έχω ζητήσει την απομάκρυνσή της από τον Νοέμβριο.

Προφανώς γιατί πράγματι είναι μέλος του ρυπαρού και εγκληματικού δικτύου και τη προστατεύει ο επικεφαλής, ο αρχηγός του εγκληματικού δικτύου, ο ίδιος ο Πρωθυπουργός της χώρας.

Κυρίες και κύριοι της συμπολίτευσης, για όλα αυτά μόνο μια λέξη υπάρχει: Ζόφος

Ζόφος και παρακμή. Και είναι δυο φορές ζόφος όταν διαπράττονται εγκλήματα κατά της δημοκρατίας με πρόσχημα την εθνική μας ασφάλεια.

Αν εσείς όλα αυτά μπορείτε να τα καταπιείτε, καλώς. Είτε γιατί εκβιάζεστε, καθώς τα στοιχεία που έχουν μαζέψει από τις παρακολουθήσεις που σας αφορούσαν σίγουρα βρίσκονται στα χέρια του αρχηγού αυτού του ρυπαρού δικτύου, είτε γιατί σκέφτεστε την επανεκλογή σας, είτε γιατί θέλετε να αφήσετε μόνο τον κ. Μητσοτάκη να πιεί το ποτήρι του εξευτελισμού, χωρίς να έχει άλλοθι.

Είναι δικό σας πρόβλημα. Σας συμπονώ και σας κατανοώ.Αλλά ορισμένες φορές βρίσκεται κανείς ενώπιον της ιστορίας. Γιατί οι αποφάσεις μπροστά σε τέτοια γεγονότα έχουν ιστορική αξία. Μπορεί αυτή η εκτροπή να περάσει χωρίς απόδοση ευθυνών; Σε ένα κράτος δικαίου; Σε μια δημοκρατία με το βάρος των ιστορικών πληγών που έχει υποστεί στο παρελθόν η δημοκρατία μας; Και αν αυτό συμβεί, τι θα σημαίνει για την επόμενη ημέρα. Για την όποια κυβέρνηση του μέλλοντος; Ποιο θα είναι το μήνυμα;

Έχουμε λοιπόν ιστορική ευθύνη να αντισταθούμε σε αυτή επιχείρηση συλλογικού μυθραδιτισμού της ελληνικής κοινωνίας. Και γνωρίζω πολύ καλά ότι αυτό δεν αφορά μια παράταξη ή μια ιδεολογική μάχη. Αυτό αφορά τη δημοκρατία, αφορά το Σύνταγμα, αφορά τους κανόνες του πολιτικού παιχνιδιού. Δεν αφορά μόνο τον ΣΥΡΙΖΑ και τη δημοκρατική παράταξη. Αφορά κάθε δημοκράτη πολίτη. Αριστερό ή δεξιό, είτε κεντρώο.

Και υπήρξαν τέτοιες φωνές από όλο το φάσμα της πολιτικής ζωής. Δύο πρώην πρωθυπουργοί καταδίκασαν με το δικό τους τρόπο, αλλά σαφώς, τις παραβιάσεις του κράτους δικαίου. Και ζήτησαν εν ονόματι της δημοκρατίας να χυθεί φως. Όλος ο δημοκρατικός νομικός κόσμος, ο ΔΣΑ, 20 έγκριτοι συνταγματολόγοι, καταδίκασαν τη «γνωμοδότηση» Ντογιάκου προτάσσοντας την ανάγκη να προστατεύσει η δημοκρατία τον εαυτό της και τους θεσμούς. Υπήρξαν και θα υπάρξουν αυτές οι φωνές, αλλά δεν αρκούν πια κάποιες φωνές. Στις κρίσιμες στιγμές για τη δημοκρατία, ο καθένας και η καθεμιά οφείλουμε να αναλαμβάνουμε τις ευθύνες που μας αναλογούν. Και να σταθούμε με δημοκρατική ευθύνη απέναντι στην όποια εκτροπή, αλλά και απέναντι στις συνέπειες της εκτροπής. Γιατί είναι ήδη ορατές οι πληγές στο σώμα της δημοκρατίας και της πατρίδας.

Όταν η παραβίαση του κράτους δικαίου, στην πιο απεχθή της μάλιστα εκδοχή, την παραβίαση των προσωπικών δεδομένων, συνοδεύει την οικονομική και κοινωνική κρίση.

Όταν η υπονόμευση δικαιωμάτων του πολίτη, του εργαζόμενου, του ανθρώπου, συνοδεύει τη φτώχεια, την ανασφάλεια, την αγωνία, της κοινωνικής πλειοψηφίας.

Όταν η δημοκρατία διασύρεται και η εκτελεστική εξουσία συμπεριφέρεται σαν ο ιδιοκτήτης των δημόσιων ταμείων και της χώρας.

Όταν η εκτροπή εκτροχιάζει την απαραίτητη εμπιστοσύνη στο πολιτικό σύστημα και μεταφέρει ένα κλίμα σήψης και απαξίας στο κοινωνικό σώμα.

Όταν οι υποκλοπές συνοδεύουν οικονομικά σκάνδαλα, διασπάθιση του δημόσιου χρήματος, σκανδαλώδεις εξυπηρετήσεις μεγάλων συμφερόντων.

Όταν το παρακράτος συνοδεύει την αισχροκέρδεια και την εκποίηση των πάντων.

Όταν ακόμα και οι ένοπλες δυνάμεις της πατρίδας εμπλέκονται στα ρυπαρά παιγνίδια των υποκλοπών και των εκβιασμών τύπου μαφίας.

Τότε δεν αρκεί απλώς να διαπιστώνουμε ότι η δημοκρατία, η σταθερότητα, η κοινωνική συνοχή, η θέση της Ελλάδας στη διεθνή σκηνή, ακόμα και η εθνική μας ασφάλεια, έχουν γίνει παιχνίδι στα χέρια μιας αδίστακτης κυβέρνησης και ενός αδίστακτου πρωθυπουργού.

Τότε, οφείλουμε, έχουμε ιστορική υποχρέωση να δράσουμε. Και σε ό,τι μας αφορά θα εξαντλήσουμε κάθε δυνατότητα που μας προσφέρει το Σύνταγμα και η δημοκρατία.

Ο πρωθυπουργός και η κυβέρνηση στην υπόθεση είναι αμετάκλητα ένοχοι. Δεν έχουν μόνο πολιτικές, αλλά και βαρύτατες προσωπικές και νομικές ευθύνες.

Η παραμονή στη διακυβέρνηση της χώρας όσων έκαναν ακόμα και την εθνική μας ασφάλεια πεδίο υποκλοπών και εκβιασμών είναι επικίνδυνη για τα δικαιώματα, για τη δημοκρατία και για την ασφάλεια της χώρας.

Η παρακρατική λειτουργία, η διαφθορά και η πρωτοφανής νοοτροπία αυθαίρετης και ιδιοτελούς άσκησης της εξουσίας αποτελεί στρατηγική επιλογή αυτής της κυβέρνησης, η οποία έχει ήδη απωλέσει, κατά την εκτίμησή μας, την εμπιστοσύνη των πολιτών. Δεν μπορεί να παραμείνει στην εξουσία ούτε για μια στιγμή ακόμα. Ο πρωθυπουργός δεν μπορεί να παραμείνει ούτε μια μέρα στη θέση του.

Για τους λόγους αυτούς υποβάλλουμε πρόταση δυσπιστίας κατά της κυβέρνησης Μητσοτάκη, ως ένα πρώτο βήμα της πορείας μας προς το λαό για την υπεράσπιση της δημοκρατίας, της διαφάνειας και της δικαιοσύνης.

Η Βουλή θα κληθεί σύντομα να αποφασίσει. Με τη Δημοκρατία ή με την εκτροπή. Και σύντομα την οριστική και τη σωστή απάντηση στο ερώτημα θα δώσει ο ελληνικός λαός. Που θα πάρει στα χέρια του την υπόθεση της δημοκρατίας. Την υπόθεση της ίδιας του της ζωής».

Αναλυτικά ολόκληρη η πρόταση δυσπιστίας:

Προς τον κ. Πρόεδρο της Βουλής των Ελλήνων

ΘΕΜΑ: «Πρόταση δυσπιστίας κατά της Κυβέρνησης

(Άρθρα 84, παρ.2 Συντ. και 142 ΚτΒ)»

Το πολίτευμα και η χώρα διέρχονται την πιο σκοτεινή περίοδο από την αποκατάσταση της δημοκρατίας. Είναι πια αποδεδειγμένο ότι πολιτικοί, δημόσια πρόσωπα, ανώτατοι κρατικοί αξιωματούχοι, καθώς και δημοσιογράφοι παρακολουθούνταν, με την επίκληση λόγων εθνικής ασφάλειας, από την υπαγόμενη στον πρωθυπουργό ΕΥΠ. Και υπάρχουν σαφείς ενδείξεις ότι τα ίδια πρόσωπα παρακολουθούνταν και με τη χρήση του κατασκοπευτικού λογισμικού predator. Το δυσώδες σκάνδαλο των υποκλοπών είναι ιστορικά πρωτοφανές. Όπως και το βαρύτατο πλήγμα που επιφέρει στους θεσμούς της χώρας και τη δημοκρατική ομαλότητα. Η ευθύνη του πρωθυπουργού ατομικά και της κυβέρνησης συλλογικά είναι τεράστια, αυταπόδεικτη, αντικειμενική και αμεταβίβαστη.

Στο σκάνδαλο των υποκλοπών ήρθε να προστεθεί, μετά τη σταδιακή αποκάλυψή του, το σκάνδαλο της λυσσαλέας προσπάθειάς συγκάλυψής του, η άρνηση κάθε λογοδοσίας, η πάση θυσία προστασία των υπεύθυνων και των αυτουργών της θεσμικής εκτροπής και η προσπάθεια εκφοβισμού των κρατικών λειτουργών, που τιμώντας τη συνταγματική αποστολή τους, διεξάγουν έρευνες για την αποκάλυψη της αλήθειας.

Όμως, ο κ. Μητσοτάκης, που τόσο καιρό αρνιόταν κάθε ευθύνη, έρχεται πλέον αντιμέτωπος με τα τεκμήρια των ίδιων των πράξεών του. Αποδεικνύεται ότι υπερέβη κατ’ εξακολούθηση τα όρια που θέτουν η συνταγματική τάξη, το κράτος δικαίου και η δημοκρατική λειτουργία του πολιτεύματος. Αποδεικνύεται ότι ο ίδιος και οι συνεργάτες του συγκρότησαν ένα μηχανισμό μαζικών παρακολουθήσεων και ότι, όταν άρχισε να ξετυλίγεται το κουβάρι των αποκαλύψεων, εκείνος και η κυβέρνησή του επέβαλαν νομοθετικά τη σιωπή και το σκοτάδι και επιχείρησαν να ακρωτηριάσουν την αρμόδια ανεξάρτητη αρχή (άρθρο 87 του ν. 4790/2021, ν. 5002/2022).

Η πρώτη θεσμική ενέργεια της κυβέρνησης Μητσοτάκη ήταν να αναλάβει ο ίδιος προσωπικά την αρμοδιότητα της ΕΥΠ. Αποδεικνύεται ότι το έκανε προκειμένου να εκτελέσει ένα σχέδιο αυθαίρετης αξιοποίησης της Εθνικής Υπηρεσίας Πληροφοριών με απώτερο σκοπό την κατίσχυση έναντι πάντων, πέρα από κανόνες και αρχές, και την εγκαθίδρυση ενός προσωπικού πολιτικού καθεστώτος. Αναλαμβάνοντας υπό τον άμεσο διοικητικό έλεγχό του την ΕΥΠ, ο κ. Μητσοτάκης ανέλαβε και τον ρόλο του επικεφαλής ενός νοσηρού ιστού παρακολουθήσεων στον οποίο στοχευμένα και εν γνώσει του ενεπλάκησαν ως θύματα όχι μόνο αντίπαλοι, αλλά και στελέχη της ίδιας της Κυβέρνησης και των υπηρεσιών των οποίων προΐσταται. Ο κ. Μητσοτάκης δεν νοείται να παραμένει πρωθυπουργός.

Τεράστιες ευθύνες έχει όμως και η κυβέρνηση συλλογικά. Συμπράττει στην προσπάθεια συγκάλυψης του σκανδάλου, που παρακωλύει την έρευνα και κάθε εξεταστική διαδικασία, επιχειρεί την απαξίωση της ερευνητικής δημοσιογραφίας, αλλά και της ΑΔΑΕ. Δεν νοείται να παραμένει στη θέση της μια Κυβέρνηση, τα μέλη της οποίας είναι εν δυνάμει παρακολουθούμενα και εν δυνάμει εκβιαζόμενα. Πόσω μάλλον όταν, μ’ αυτόν το φόβο να κρέμεται πάνω από το κεφάλι τους, οι υπουργοί καλούνται να υλοποιήσουν ανάλγητες κυβερνητικές πολιτικές –κατεδάφιση του ΕΣΥ, ανοχή αισχροκέρδειας, αδιαφορία για τη φτωχοποίηση και την υπερχρέωση των πολιτών και την αντιμετώπιση της πανδημίας, υποχώρηση της θέσης της χώρας στο διεθνές περιβάλλον κ.ά.– που ικανοποιούν τα συμφέροντα λίγων και ισχυρών.

Ο αγώνας του κ. Μητσοτάκη να αποκρύψει από τη λαϊκή κρίση την ηθική χρεοκοπία του έχει ξεπεράσει κάθε όριο, οδηγώντας στο διασυρμό κάθε άλλου θεσμού (Βουλή, δικαιοσύνη, ανεξάρτητες αρχές). Ο καθεστωτισμός του μεταδίδεται ως αντιδημοκρατική, θεσμική πανδημία, απομακρύνοντας τη χώρα από το ευρωπαϊκό κεκτημένο του κράτους δικαίου και της δημοκρατίας.

Η παραμονή στη διακυβέρνηση της χώρας όσων εργαλειοποίησαν την εθνική ασφάλεια χάριν αλλότριων συμφερόντων είναι επικίνδυνη για τα δικαιώματα, για τη δημοκρατία και για την ασφάλεια της χώρας. Η πρωτοφανής νοοτροπία αυθαίρετης και ιδιοτελούς άσκησης της εξουσίας αποτελεί στρατηγική επιλογή αυτής της Κυβέρνησης, η οποία έχει ήδη απωλέσει την εμπιστοσύνη των πολιτών, προσβάλλοντας τόσο βαριά τη δημοκρατία που δεν μπορεί να παραμείνει στην εξουσία ούτε για μια στιγμή ακόμα.

Για τους λόγους αυτούς υποβάλλουμε πρόταση δυσπιστίας κατά της Κυβέρνησης.

Οι προτείνοντες βουλευτές

Τσίπρας Αλέξης

Γεροβασίλη Όλγα

Αβραμάκης Ελευθέριος

Αγαθοπούλου Ειρήνη

Αδαμοπούλου Αγγελική

Αθανασίου Αθανάσιος (Νάσος)

Αλεξιάδης Τρύφωνας

Αμανατίδης Ιωάννης

Αναγνωστοπούλου Αθανασία (Σία)

Αποστόλου Ευάγγελος

Αραχωβίτης Σταύρος

Αυγέρη Θεοδώρα (Δώρα)

Αυλωνίτης Αλέξανδρος – Χρήστος

Αχτσιόγλου Ευτυχία (Έφη)

Βαγενά Άννα

Βαρδάκης Σωκράτης

Βαρεμένος Γεώργιος

Βασιλικός Βασίλης

Βερναρδάκης Χριστόφορος

Βέττα Καλλιόπη

Βίτσας Δημήτριος

Βούτσης Νικόλαος

Γιαννούλης Χρήστος

Γκαρά Αναστασία (Νατάσα)

Γκιόλας Ιωάννης

Δραγασάκης Ιωάννης

Δρίτσας Θεόδωρος

Ελευθεριάδου Σουλτάνα

Ζαχαριάδης Κώστας

Ζεϊμπέκ Χουσεΐν

Ζουράρις Κωνσταντίνος

Ηγουμενίδης Νικόλαος

Θραψανιώτης Εμμανουήλ

Καλαματιανός Διονύσιος – Χαράλαμπος

Κασιμάτη Ειρήνη (Νίνα)

Κατρούγκαλος Γεώργιος

Κάτσης Μάριος

Καφαντάρη Χαρούλα (Χαρά)

Κόκκαλης Βασίλειος

Κουρουμπλής Παναγιώτης

Λάππας Σπυρίδων

Μάλαμα Κυριακή

Μαμουλάκης Χαράλαμπος (Χάρης)

Μάρκου Κωνσταντίνος

Μεϊκόπουλος Αλέξανδρος

Μιχαηλίδης Ανδρέας

Μουζάλας Ιωάννης

Μπακαδήμα Φωτεινή

Μπαλάφας Ιωάννης

Μπάρκας Κωνσταντίνος

Μπουρνούς Ιωάννης

Μωραΐτης Αθανάσιος (Θάνος)

Νοτοπούλου Κατερίνα

Ξανθόπουλος Θεόφιλος

Ξανθός Ανδρέας

Ξενογιαννακοπούλου Μαριλίζα

Παπαδόπουλος Αθανάσιος (Σάκης)

Παπαηλιού Γεώργιος

Παπανάτσιου Αικατερίνη

Παππάς Νικόλαος

Πέρκα Θεοπίστη (Πέτη)

Πολάκης Παύλος

Πούλου Παναγιού (Γιώτα)

Ραγκούσης Ιωάννης

Σαντορινιός Νεκτάριος

Σαρακιώτης Ιωάννης

Σκουρλέτης Παναγιώτης (Πάνος)

Σκουρολιάκος Παναγιώτης

Σκούφα Ελισσάβετ (Μπέττυ)

Σπίρτζης Χρήστος

Συρμαλένιος Νικόλαος

Τελιγιορίδου Ολυμπία

Τζάκρη Θεοδώρα

Τζανακόπουλος Δημήτριος

Τζούφη Μερόπη

Τόλκας Άγγελος

Τριανταφυλλίδης Αλέξανδρος

Τσακαλώτος Ευκλείδης

Τσίπρας Γεώργιος

Φάμελλος Σωκράτης

Φίλης Νικόλαος

Φλαμπουράρης Αλέξανδρος

Φωτίου Θεανώ

Χαρίτου Δημήτριος (Τάκης)

Χαρίτσης Αλέξανδρος (Αλέξης)

Χατζηγιαννάκης Μιλτιάδης

Χρηστίδου Ραλλία

Η διαδικασία που θα ακολουθηθεί

«Πρόταση δυσπιστίας» είναι η πρόταση που καταθέτει κόμμα της αντιπολίτευσης στη Βουλή των Ελλήνων, με σκοπό το Σώμα να άρει την εμπιστοσύνη του από την κυβέρνηση ή από μέλος της.

Το καθεστώς που διέπει τη διαδικασία περιγράφεται πρωτίστως στο άρθρο 84 του Συντάγματος και με πιο αναλυτικό τρόπο στο άρθρο 142 του Κανονισμού της Βουλής. Βάσει του άρθρου 84, η πρόταση δυσπιστίας κατατίθεται, εφόσον φέρει την υπογραφή του 1/6 του όλου αριθμού των βουλευτών (δηλαδή από 50 βουλευτές) και πρέπει να περιλαμβάνει με σαφήνεια τα θέματα, για τα οποία οι βουλευτές αίρουν την εμπιστοσύνη τους από την κυβέρνηση εν συνόλω ή από κάποιο μέλος της.

Οι βουλευτές καταθέτουν την πρόταση προς τον Πρόεδρο της Βουλής κατά τη διάρκεια μιας δημόσιας συνεδρίασης του Σώματος. Σε περίπτωση που η πρόταση υπογράφεται, όπως προαναφέρθηκε, από τον ελάχιστο απαιτούμενο αριθμό βουλευτών, τότε η Βουλή διακόπτει τις εργασίες της για δύο ημέρες, εκτός κι αν η κυβέρνηση ζητήσει να ξεκινήσει αμέσως η συζήτηση για την πρόταση δυσπιστίας.

Σε ό,τι αφορά τα χρονικά περιθώρια, ο Κανονισμός της Βουλής επισημαίνει πως η συζήτηση στην Ολομέλεια ολοκληρώνεται το αργότερο τη δωδεκάτη νυκτερινή της τρίτης ημέρας από την έναρξή της με ονομαστική ψηφοφορία. Σύμφωνα, πάντα με το άρθρο 142 του Κανονισμού της Βουλής, η συζήτηση επί της πρότασης δυσπιστίας ξεκινά με την ομιλία δύο τουλάχιστον βουλευτών από εκείνους που την υπέγραψαν. Παράλληλα, μέχρι το τέλος της ομιλίας των δύο βουλευτών, συντάσσεται ο πλήρης κατάλογος των ομιλητών που θα τοποθετηθούν ενώπιον της Ολομέλειας.

Προκειμένου να γίνει δεκτή η πρόταση μομφής εναντίον της κυβέρνησης εν συνόλω ή κατά κάποιου μέλους, θα πρέπει να έχει υπερψηφιστεί από την απόλυτη πλειοψηφία του όλου αριθμού των βουλευτών (151 βουλευτές). Επισημαίνει ότι δεν μπορεί να υποβληθεί εκ νέου πρόταση μομφής, εάν δεν έχει συμπληρωθεί χρόνος έξι μηνών, από την απόρριψη προηγούμενης όμοιας πρότασης, εκτός αν υπογράφεται από την απόλυτη πλειοψηφία του όλου αριθμού των βουλευτών.

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *