Είστε εδώ

Μαζί δε κάνουνε και χώρια δε μπορούνε

Στις 23 Ιουνίου οι Βρετανοί θα βρεθούν στις κάλπες για να αποφασίσουν για την παραμονή ή την έξοδο της χώρας τους από τους κόλπους της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Την προηγούμενη φορά που συνέβη κάτι τέτοιο, το 1975, το 67% των Βρετανών τάχθηκε υπέρ της παραμονής στην ΕΟΚ. Οι συνθήκες ωστόσο είναι εντελώς διαφορετικές τώρα, με το αποτέλεσμα να κρίνεται απολύτως αμφίρροπο.
Από την πρώτη στιγμή που μπήκε η Βρετανία στην τότε ΕΟΚ, ο βασικός λόγος ήταν τα οφέλη που θα λάμβαναν οι αγγλικές εταιρείες από την ενιαία αγορά και τις εμπορικές συμφωνίες με άλλες χώρες εντός και εκτός της ΕΕ, η οποία μη ξεχνάμε πως ξεκίνησε ως μία καθαρά οικονομική ένωση. Η σχέση της με την ΕΕ ήταν πάντα υπό ένα ειδικό καθεστώς: δεν είναι μέλος της Ευρωζώνης, δεν έχει υιοθετήσει τον Χάρτη Θεμελιωδών Δικαιωμάτων, δεν συμμετέχει σε όλες τις συμφωνίες της Σένγκεν όπως και στους τομείς της Δικαιοσύνης και των Εσωτερικών Θεμάτων.
Οι περισσότερες κυβερνήσεις είτε Συντηρητικοί είτε Εργατικοί ήταν κατά της βαθύτερης ευρωπαϊκής ενοποίησης και κατά συνέπεια της μεταφοράς εξουσιών από το βρετανικό κοινοβούλιο στους Ευρωπαϊκούς θεσμούς. H αυξανόμενη είσοδος μεταναστών στην αγορά εργασίας και στα κοινωνικά οφέλη της χώρας, η παράνομη μετανάστευση και ο συσχετισμός της με την τρομοκρατία καθώς και το γεγονός πως η Αγγλία έχει την τρίτη μεγαλύτερη προσφορά στον προϋπολογισμό της Ένωσης αύξησε την επιρροή των ευρωσκεπτικιστών σε τέτοιο βαθμό ώστε να αναγκάσει τον Ντέιβιντ Κάμερον να υποσχεθεί δημοψήφισμα, όπερ και εγένετο.
O Βρετανός πρωθυπουργός διαπραγματεύτηκε και κατάφερε να διεκδικήσει αλλαγές για την χώρα του, όπως περιορισμό των κοινωνικών παροχών σε Ευρωπαίους μετανάστες για 4 χρόνια, προστασία του Σίτυ του Λονδίνου από τις ρυθμιστικές παρεμβάσεις των Βρυξελλών, δικαίωμα στην Βρετανία να εποπτεύει η ίδια τη σταθερότητα των χρηματοπιστωτικών ιδρυμάτων και τέλος εξαίρεση της χώρας από οποιαδήποτε αλλαγή συνθήκης που θα αναφέρεται σε περαιτέρω ευρωπαϊκή ενοποίηση. Ο Κάμερον επέστρεψε ικανοποιημένος για το αποτέλεσμα της συμφωνίας, ωστόσο δεν είναι όλα ρόδινα.
Αρχικά, στην περίπτωση που θέλει η Βρετανία να περιορίσει την πρόσβαση των μεταναστών στα κοινωνικά δικαιώματα, απαραίτητη προϋπόθεση είναι η συγκατάθεση των κρατών – μελών της ΕΕ, καθώς και του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, με το Ηνωμένο Βασίλειο να μην έχει δικαίωμα βέτο στην απόφαση. Και δεν μπορεί να είναι κανείς σίγουρος ότι θα υπάρχει ομόφωνη απόφαση πάνω στο θέμα, ειδικά αν ο “σκόπελος” του Ιουνίου περάσει και οι Άγγλοι ψηφίσουν υπέρ της παραμονής. Επίσης, να μην ξεχνάμε και το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο που έχει τη δυνατότητα να απορρίψει κάποιο νόμο, αν θεωρήσει ότι είναι αντίθετος με το πνεύμα των Συνθηκών. Όσον αφορά την περαιτέρω ευρωπαϊκή ενοποίηση, η γενική αίσθηση είναι πως δεν θα υπάρξει αλλαγή Συνθηκών στα επόμενα 5 χρόνια, οπότε η όποια υποχώρηση ήταν απλά θέμα εντυπώσεων.
Ο Κάμερον πλέον βρίσκεται αντιμέτωπος με διάσπαση στο κόμμα του αφού δεν είναι λίγα τα στελέχη που αποφάσισαν να συνταχθούν στον αγώνα υπέρ της εξόδου από την ΕΕ, με έναν από αυτούς να είναι ο δήμαρχος του Λονδίνου, Μπόρις Τζόνσον, άτομο με μεγάλη επιρροή στην πολιτική ζωή της χώρας. Επίσης, αναλυτές θεωρούν πως η κίνηση του Κάμερον το 2005 να αποσύρει το κόμμα του από την ομάδα του Λαϊκού Κόμματος στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, τον έφερε τώρα σε δύσκολη θέση στις διαπραγματεύσεις με τις κυβερνήσεις της κεντρο-δεξιάς.
Το μόνο σίγουρο είναι ότι τόσο η ΕΕ όσο και η ίδια η Βρετανία έχουν πολλά να χάσουν από μία πιθανή μείωση των μελών της Ένωσης. Το Ηνωμένο Βασίλεια θα χάσει την θέση του στο τραπέζι των σημαντικών αποφάσεων, δεν θα έχει λόγο στην νομοθεσία της ΕΕ, θα απολέσει ένα σημαντικό αριθμό εργατικού δυναμικού, ενώ και τα ίδια τα πανεπιστήμια, κλάδος στον οποίο βασίζεται αρκετά η βρετανική οικονομία, θα δουν τους αριθμούς εισακτέων να βυθίζονται. Και αυτά είναι μόνο λίγες πρώτες σκέψεις. Από την άλλη η ΕΕ θα χάσει τον έλεγχο μιας μεγάλης οικονομικής και στρατιωτικής δύναμης όπως είναι η Αγγλία, ενώ θα αναγκαζόταν να μειώσει και τις δαπάνες σε τομείς όπως η εκπαίδευση, η ανάπτυξη και η γεωργία. Παραμένει ωστόσο λυπηρό το γεγονός πως οι Ευρωπαίοι ηγέτες είδαν το δέντρο και έχασαν το δάσος. Οι διαπραγματεύσεις με την Αγγλία ήταν μία χρυσή ευκαιρία για γενικότερες αλλαγές στο οικοδόμημα της ΕΕ, καθώς και άλλες χώρες συντάσσονται στην πλευρά της Βρετανίας και σε περίπτωση ενός Brexit, θα ανοίξει για τα καλά ο ασκός του Αιόλου.
Σε κάθε περίπτωση η κοινή γνώμη είναι ακόμα διχασμένη και αν δεν υπάρξει κάποιο συνταρακτικό γεγονός (πχ τρομοκρατική επίθεση), το δημοψήφισμα αναμένεται με αγωνία και το αποτέλεσμα αμφίρροπο.

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *