Είστε εδώ

Ο Νίκος Παππάς “δείχνει” γιατί ο Μητσοτάκης θα πάει σε εκλογές: ” Ο επόμενος προϋπολογισμός θα είναι προϋπολογισμός σκληρής λιτότητας γιατι ολοκληρώνεται η περίοδος χάριτος για επίτευξη πρωτογενών πλεονασμάτων!”

Η κυβέρνηση της Ν.Δ. παραμένει αδρανής, «ανέμελη» και «καθησυχασμένη» την ώρα που “η πλειονότητα των ευρωπαϊκών κυβερνήσεων ασκεί επεκτατική δημοσιονομική πολιτική προκειμένου να αντιμετωπιστεί το αρνητικό οικονομικό κλίμα εξαιτίας της πανδημίας”, τονίζει ο Νίκος Παππάς σε άρθρο-παρέμβαση που δημοσιεύεται στην εφημερίδα Documento.

Ο πρώην υπουργός που επισημαίνει οτι η κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ αναγκάστηκε να εφαρμόσει πολιτικές που ήταν ομολογουμένως βαριές για τμήμα των παραγωγικών τάξεων, προκειμένου να ξεπληρώνει τα χρέη που είχαν συσσωρευθεί από τα μνημόνια και τις προηγούμενες κυβερνήσεις, αφήνοντας και ένα “μαξιλάρι” 37 δις, υπενθυμίζει ωστόσο οτι “η Ελλάδα εισέρχεται στον τελευταίο χρόνο της άρσης των δεσμεύσεων για επίτευξη πρωτογενών πλεονασμάτων και η Ν.Δ. υπόσχεται γρήγορη επιστροφή σε αυτά. Ο επόμενος προϋπολογισμός, αν δεν αλλάξει κάτι, θα είναι προϋπολογισμός σκληρής λιτότητας.” !

Το άρθρο του Νίκου Παππά στο Documento :

Περί θεμελίων. Πλεονάσματα

Τον Ιανουάριο του 2015 η κυβέρνηση του ΣΥΡΙΖΑ παρέλαβε άδεια ταμεία και δυσθεώρητους στόχους πρωτογενών πλεονασμάτων (3% για το 2015, 4,5% για το 2016 και το 2017, 4,2% για το 2018).

Η συγκυβέρνηση Σαμαρά – Βενιζέλου είχε, επίσης, αποδεχθεί, σύμφωνα με το ΔΝΤ, την επίτευξη βαρύτατων πρωτογενών πλεονασμάτων ύψους 4% για την περίοδο από το 2021 ως το 2030.

Ήταν και είναι σαφές ότι η χώρα πλήρωνε και πληρώνει τα χρέη που συσσώρευσαν οι κυβερνήσεις που βρέθηκαν στο τιμόνι της χώρας για δεκαετίες έως το 2015.

Από πολύ νωρίς ο ΣΥΡΙΖΑ έβαλε ψηλά στην ατζέντα το θέμα της επαναδιαπραγμάτευσης των πλεονασμάτων. Η επίτευξη του στόχου αποτελούσε όρο επιβίωσης για την ελληνική οικονομία και την επιστροφή της Ελλάδας στην ανάπτυξη.

Η προσπάθεια έφερε αποτέλεσμα. Η μετάβαση από τα «πλεονάσματα Σαμαρά» στα «πλεονάσματα Τσίπρα» εξοικονόμησε 20 δισ. ευρώ για τη χώρα. Εξασφάλισε απαραίτητο δημοσιονομικό χώρο και τη χρηματοδότηση της οικονομίας μέσα από μια πολύ σκληρή διαπραγμάτευση, ενώ τέθηκε νωρίς επί τάπητος το ζήτημα του χρέους.

Σε μια περίοδο τεσσεράμισι ετών η διακυβέρνηση του ΣΥΡΙΖΑ-Προοδευτική Συμμαχία διαμόρφωσε ένα δημοσιονομικό απόθεμα 37 δισ. ευρώ. Το ύψος του ήταν αποτέλεσμα συνετής διαχείρισης, αλλά και ενός φορολογικού μείγματος, μέρος του οποίου επέβαλαν οι θεσμοί στη χώρα, και ήταν ομολογουμένως βαρύ για τμήμα των παραγωγικών τάξεων.

Με την έξοδο από τα μνημόνια η κυβέρνησή μας σχεδίασε και δρομολόγησε την περαιτέρω μείωση των συμφωνημένων πλεονασμάτων, με τη λελογισμένη χρήση του δημοσιονομικού μαξιλαριού. Μια πολιτική η οποία ακυρώθηκε από τον κ. Μητσοτάκη αμέσως μετά την ανάληψη της διακυβέρνησης, στην πολυσυζητημένη πλέον συνάντησή του με τον κ. Ρέγκλινγκ. Ο ίδιος ακύρωσε έτσι τις φοροελαφρύνσεις που είχε δρομολογήσει η κυβέρνηση Τσίπρα και ξεκλείδωσε μια οικονομική πολιτική που είχε στο επίκεντρό της το νεοφιλελεύθερο σχέδιο των εκποιήσεων δημόσιων εταιρειών και υποδομών, της αποσάθρωσης της υγείας και της παιδείας και της ιδιωτικοποίησης του ασφαλιστικού.

Ύστερα από δέκα συνεχόμενα τρίμηνα ανάπτυξης και με αυτές τις επιλογές, η χώρα μπήκε στην περίοδο της ύφεσης Μητσοτάκη, η οποία προηγήθηκε της έλευσης της πανδημίας.

Η εγκληματική αδράνεια της Ν.Δ. στη διαχείριση των οικονομικών επιπτώσεων της πανδημίας έφερε την ελληνική οικονομία στα επίπεδα του ΑΕΠ του 1996. Η Ελλάδα έχει καταστεί πρωταθλήτρια στην ύφεση και στον αποπληθωρισμό σε ευρωπαϊκό επίπεδο.

Την ώρα που η πλειονότητα των ευρωπαϊκών κυβερνήσεων ασκεί επεκτατική δημοσιονομική πολιτική προκειμένου να αντιμετωπιστεί το αρνητικό οικονομικό κλίμα, η Ν.Δ. παραμένει αδρανής, «ανέμελη» και «καθησυχασμένη». Η κυβερνητική αντίληψη για τα πράγματα, όπως εκφράστηκε με δήλωση του αναπληρωτή υπουργού Οικονομικών, Θ. Σκυλακάκη, ότι «κάθε ένα ευρώ δαπάνης σήμερα, θα αποτελέσει ένα ευρώ επιπλέον φόρο αύριο», το μόνο που κάνει είναι να τροφοδοτεί το υφεσιακό σπιράλ στο οποίο έχει εγκλωβιστεί η ελληνική οικονομία. Εργαζόμενοι, συνταξιούχοι, αγρότες, νεολαία, επιστήμονες και μικρομεσαίες επιχειρήσεις θα πληρώσουν το μάρμαρο. Είναι προφανές ότι η κυβέρνηση αντιλαμβάνεται την πανδημία ως ευκαιρία «δημιουργικής καταστροφής» της οικονομίας.

Με αυτά τα δεδομένα, η Ελλάδα εισέρχεται στον τελευταίο χρόνο της άρσης των δεσμεύσεων για επίτευξη πρωτογενών πλεονασμάτων και η Ν.Δ. υπόσχεται γρήγορη επιστροφή σε αυτά. Ο επόμενος προϋπολογισμός, αν δεν αλλάξει κάτι, θα είναι προϋπολογισμός σκληρής λιτότητας. Πρόκειται, βεβαίως, για εφιαλτικό σενάριο.

Οι προβλέψεις για τα ελλείμματα προϋπολογισμού των χωρών της Ε.Ε. αποδεικνύουν ότι το πρόβλημα είναι ευρωπαϊκό (και όχι μόνο). Ως τέτοιο θα πρέπει να αντιμετωπιστεί. Με ένα σχέδιο που δεν θα αφορά μόνο ένα με δύο χρόνια, καθώς κανένας δεν μπορεί να προβλέψει σήμερα την έκταση και τη διάρκεια της οικονομικής καταστροφής που συντελείται.

Η Ελλάδα θα πρέπει να πρωταγωνιστήσει σε μια τέτοια ευρωπαϊκή συζήτηση.

Η κυβέρνηση Μητσοτάκη, όμως, δεν θέλει. Και να ήθελε, δεν θα μπορούσε να το πράξει για λογαριασμό της χώρας.

Είναι χρέος των προοδευτικών δυνάμεων του τόπου να καταρτίσουν και να παρουσιάσουν ένα σχέδιο αποσόβησης της χρόνιας καταστροφής της οικονομίας και της κοινωνίας. Ένα σχέδιο αποτροπής της γρήγορης επιστροφής της χώρας στη δημοσιονομική πειθαρχία και τα πλεονάσματα. Ένα σχέδιο επιστροφής στην ανάπτυξη και την ευημερία της κοινωνίας

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *