Είστε εδώ

ΝΔ: Εάν “ξύσεις” λίγο την επιφάνεια θα βρείς ένα κόμμα γεμάτο “συνιστώσες”! Τι “παίζει” … between the lines

Μέχρι τις εκλογές του 2015 και κατά το πρώτο εξάμηνο της κυβέρνησης του Αλέξη Τσίπρα μια από τις συνήθεις μομφές που στρέφονταν κατά του ΣΥΡΙΖΑ ήταν ότι στο εσωτερικό του κόμματος αυτού λειτουργούσαν οι λεγόμενες «συνιστώσες», με αποτέλεσμα να προβάλλονται εμπόδια στην πολιτική ενότητα και την ενιαία έκφραση του χώρου.

Γνωρίζουμε ότι η ύπαρξη των ομαδοποιήσεων αυτών, που αρχικά συντέλεσαν στη συγκρότηση του ΣΥΡΙΖΑ, είχε ημερομηνία λήξης το καλοκαίρι του 2015. Η διαφωνία για τον χειρισμό της κρίσης οδήγησε στην αποχώρηση μεγάλου τμήματος των στελεχών, κάτι που τελικά δεν στοίχισε στον ΣΥΡΙΖΑ όπως αποδείχτηκε με τη νέα νίκη του κόμματος στις εκλογές του Σεπτεμβρίου.

Κατά παράδοξο τρόπο και ενώ από εκείνη την περίοδο ο ΣΥΡΙΖΑ παρουσιάζει πλέον την εικόνα ενός ενιαίου κόμματος και μάλιστα ικανού να υποδεχτεί στις τάξεις του πολίτες που προέρχονται από την ευρύτερη Κεντροαριστερά, τον τελευταίο καιρό διαπιστώνουμε ότι οι «συνιστώσες» κάνουν την εμφάνισή τους στη Ν.Δ.

Ομαδοποιήσεις

Οχι βέβαια με τον ίδιο τρόπο ούτε με ανάλογη συγκρότηση πάνω σε αρχές, όπως συνέβαινε με τις συνιστώσες του ΣΥΡΙΖΑ που διέθεταν προγραμματικές πολιτικές αποκλίσεις από την κεντρική κομματική γραμμή. Στην περίπτωση της Ν.Δ., έχουμε ομαδοποιήσεις, που αν και έχουν εμφανείς πολιτικές διαφορές μεταξύ τους, είναι κατά βάση προσωποπαγείς και διεκδικούν τον δικό τους ρόλο στη χάραξη της κεντρικής κομματικής γραμμής από τη σημερινή ηγεσία.

Είναι αλήθεια ότι από την εποχή που συγκροτήθηκε η Ν.Δ. δεν έλειψαν στο εσωτερικό της ορισμένες αντιπολιτευόμενες τάσεις, κάτι που συμβαίνει φυσικά σε όλα τα σύγχρονα μαζικά πολυσυλλεκτικά κόμματα. Αλλά αυτό που συμβαίνει σήμερα δεν μπορεί να συγκριθεί με την παρουσία των λεγόμενων «βαρόνων» του κόμματος, οι οποίοι υπήρξαν όλοι συνεργάτες του Κωνσταντίνου Καραμανλή και στη συνέχεια λειτουργούσαν ως εγγυητές της μετάβασης από τον έναν αρχηγό στον άλλο. Εδώ μιλάμε για την ύπαρξη στελεχών, τα οποία διεκδικούν να συνδιοικήσουν τη χώρα μετά τον σχηματισμό της κυβέρνησης Μητσοτάκη, επιβάλλοντας τη δική τους ιδιαίτερη ατζέντα με τρόπο που πραγματικά είναι πρωτοφανής.

Η συνέντευξη του Αντώνη Σαμαρά το περασμένο Σάββατο στον «Φιλελεύθερο» αποτελεί μια ευθεία βολή στο σύνολο των κυβερνητικών επιλογών, ξεπερνώντας κατά πολύ την πάγια και δεδομένη ελευθερία των πρώην πρωθυπουργών να εκφράζουν τις ιδιαίτερες απόψεις τους μετά την απομάκρυνση από το ύπατο αξίωμα. Γιατί και ο Κωνσταντίνος Μητσοτάκης ή ο Κώστας Σημίτης διεκδίκησαν –περισσότερο ο πρώτος– την ελευθερία να διατυπώνουν τις ιδιαίτερες απόψεις τους για τα μείζονα πολιτικά θέματα, αλλά ουδέποτε επιχείρησαν να τις επιβάλουν στους επιγόνους τους.

Αλλη στάση κράτησε ο Κώστας Καραμανλής, ο οποίος επέλεξε την απόλυτη σιωπή, ενώ ο Γιώργος Παπανδρέου βρέθηκε ακόμα και εκτός του κόμματός του όταν διαφώνησε με τους χειρισμούς του διαδόχου του. Σε εντελώς αντίθετη κατεύθυνση, ο Αντώνης Σαμαράς φαίνεται ότι διατηρεί για τον εαυτό του το δικαίωμα να κατευθύνει το κόμμα του ακόμα και μετά την αποχώρησή του από την ηγεσία.

Το είδαμε να συμβαίνει κατά την περίοδο της όξυνσης της κομματικής διαμάχης στο εσωτερικό της Ελλάδας γύρω από το Μακεδονικό, όταν ο Αντώνης Σαμαράς παρέσυρε την κοινοβουλευτική ομάδα του κόμματός του και εν συνεχεία ακόμα και τον πρόεδρο της Ν.Δ. σε μια γραμμή απόλυτης αντίθεσης στη Συμφωνία των Πρεσπών, παραβιάζοντας την έως τότε ακολουθούμενη εθνική γραμμή στο ζήτημα.

Οπως αποδεικνύεται σήμερα, αυτή η διαφοροποιημένη στάση του κ. Σαμαρά δεν περιορίζεται στο Μακεδονικό, για το οποίο ο ίδιος έχει αναπτύξει μια προσωπική στρατηγική από το 1992, αλλά εκτείνεται στο σύνολο των λεγόμενων «εθνικών θεμάτων», για τα οποία ο πρώην πρωθυπουργός διεκδικεί το δικαίωμα να χαράζει ο ίδιος την κομματική γραμμή.

Και σ’ αυτά δεν περιλαμβάνονται μόνο τα υπόλοιπα ζητήματα εξωτερικής πολιτικής (με κορυφαίο τις ελληνοτουρκικές σχέσεις), αλλά και το προσφυγικό ζήτημα (η κατά Σαμαρά «λαθρομετανάστευση»), ακόμα και η εφαρμογή του δόγματος της «μηδενικής ανοχής» στον τομέα της εσωτερικής ασφάλειας. Πρόσφατο δείγμα της προσωπικής ατζέντας Σαμαρά είδαμε με την επιδεικτική απουσία του κατά την εκλογή της νέας Προέδρου της Δημοκρατίας, την οποία κατά τα άλλα θα ψήφιζε αν ήταν παρών. Αλλά βέβαια δεν ήταν.

Ακόμα και στην τυπική και εξαιρετικά ολιγόλογη επιστολή που απηύθυνε στον πρόεδρο της Βουλής Κώστα Τασούλα, προκειμένου να δηλώσει ότι αν ήταν παρών θα ψήφιζε «σύμφωνα με την πρόταση της Νέας Δημοκρατίας», ο κ. Σαμαράς δεν θέλησε να προφέρει ούτε καν το όνομα της Κατερίνας Σακελλαροπούλου, προδίδοντας έτσι την πικρία του για το γεγονός ότι δεν επελέγη ο ίδιος για τη θέση αυτήν την οποία εποφθαλμιούσε και ενισχύοντας την άποψη όσων ερμηνεύουν την απουσία του από την ψηφοφορία ως μήνυμα προς τον πρωθυπουργό.

Οι πιστοί συνεργάτες

Μπορεί λοιπόν κανείς να μιλήσει για «συνιστώσα Σαμαρά»; Ασφαλώς. Και μάλιστα δεν πρόκειται για μονοπρόσωπο σχήμα. Πίσω από τον πρώην αρχηγό τους στοιχίζονται ορισμένοι παλιοί και πιστοί πολιτικοί του συνεργάτες, ενώ στο ίδιο κλίμα κινούνται οι μεταγραφές από τον ΛΑΟΣ (Αδωνις Γεωργιάδης, Μάκης Βορίδης, Θάνος Πλεύρης).

Η καραμανλική «συνιστώσα» είναι βέβαια ανενεργή και σιωπηλή, ακολουθώντας το παράδειγμα του ίδιου του Κώστα Καραμανλή, ο οποίος δεν φρόντισε να δημιουργήσει διαδοχή. Αλλά αυτό καθόλου δεν σημαίνει ότι δεν υπάρχει. Μετά την επιλογή Μητσοτάκη να μην υποστηρίξει την υποψηφιότητα του Προκόπη Παυλόπουλου για μια νέα θητεία στο Προεδρικό Μέγαρο -γεγονός που εκτός των άλλων αποσκοπεί και στην προσπάθεια του πρωθυπουργού να «αποκαραμανλοποιήσει» τη Ν.Δ.-, η τάση αυτή εκφράζεται με διαφορετικούς τρόπους.

Ενδεικτική ήταν η παρέμβαση του Νικήτα Κακλαμάνη, ο οποίος είχε νωρίτερα χαρακτηρίσει το ενδεχόμενο της μη επανεκλογής Παυλόπουλου «μεγάλο πολιτικό λάθος για τη χώρα, αλλά και για την παράταξή μου» και στη συνέχεια πήρε αποστάσεις από την επιλογή του πρωθυπουργού, δηλώνοντας (Real FM, 20.1.2020) ότι «δεν ήταν συναισθηματική η στήριξή μου, επειδή ο κ. Παυλόπουλος είναι φίλος μου, ήταν καθαρά πολιτική. Ο πρωθυπουργός επέλεξε μιαν άλλη λύση με το σκεπτικό που ακούσαμε».

Μάλιστα άφησε αιχμές για τον τρόπο της ανακοίνωσης από τον πρωθυπουργό, λέγοντας ότι «θα μπορούσε να είχε γίνει πιο κομψά. Διότι το ίδιο βράδυ ο κ. Παυλόπουλος έφευγε σε επίσημο ταξίδι στην Ιρλανδία. Το να γινόταν την Παρασκευή που γύριζε δεν νομίζω να ήταν κακό γιατί πήγε ένας Πρόεδρος στην Ιρλανδία και μόλις προσγειώθηκε το αεροπλάνο ο ομόλογός του ήξερε ότι μετά από 10 ημέρες δεν θα ήταν Πρόεδρος», ενώ δήλωσε ακόμα ότι θα ψηφίσει τη νέα Πρόεδρο (όπως και έκανε) γιατί ο ίδιος είναι «παραταξιακός» και «όχι γιατί έχω πειστεί ότι η υποψήφια Πρόεδρος ήταν το ό,τι καλύτερο». Και ο Ν. Κακλαμάνης ασφαλώς εκφράζει και άλλα καραμανλικά στελέχη.

Αλλά η τάση εκφράζεται και με έμμεσους τρόπους και ειδικά με αρθρογραφία αναλυτών που θεωρούν εαυτούς εκφραστή της βάσης της Ν.Δ. Ο δημοσιογράφος Μανώλης Κοττάκης, ο οποίος είχε επιλεγεί να μας μεταφέρει τις κρυφές σκέψεις του Κώστα Καραμανλή («Καραμανλής off the record», εκδ. Λιβάνης, Αθήνα 2011) την περασμένη Δευτέρα έγραφε ότι «μετά και την επιλογή της κεντροαριστερής Προέδρου της Δημοκρατίας, την τοποθέτηση κεντροαριστερού διευθυντή στην ΕΡΤ 3, και την τοποθέτηση επώνυμων συνεργατών του Κώστα Σημίτη, του Γιώργου Παπανδρέου και του Ευάγγελου Βενιζέλου σε κομβικές θέσεις-κλειδιά του κρατικού μηχανισμού, για πρώτη φορά από της αναλήψεως των καθηκόντων του κ. Μητσοτάκη, μας έρχεται βοή από τα κάτω και ειδικώς την περιφέρεια. Βοή, όχι μουρμούρα.

Οι συγκαταβατικοί ρωτούν με χιούμορ: “Μήπως ξέρετε πότε έρχεται η Ν.Δ. στην εξουσία; Γιατί μέχρι στιγμής δεν την βλέπουμε”. Οι πλέον ευέξαπτοι φωνάζουν: “Εγώ ψήφισα να έρθει η Ν.Δ. στην εξουσία, όχι το ΠΑΣΟΚ”. Η μετεκλογική ευφορία και οι επιτυχίες του Πρωθυπουργού ανέστειλαν τις διαμαρτυρίες για το γεγονός ότι το Μαξίμου και η “Καγκελαρία” κατελήφθησαν από πρώην στελέχη του ΠΑΣΟΚ και της ΚΝΕ».

Το συμπέρασμα του αρθρογράφου ήταν εξαιρετικά δυσοίωνο: «Η κ. Σακελλαροπούλου ήταν το κερασάκι στην τούρτα. Επικύρωσε τη γενική εντύπωση ότι η Ν.Δ. τελεί υπό διωγμό στην νέα διακυβέρνηση. […] Οι κεντροδεξιοί ψηφοφόροι […] επαναστατούν όταν διαπιστώνουν ότι αναλαμβάνουν ευθύνες διακυβέρνησης σε κρίσιμα πόστα άνθρωποι που πιστεύουν τα ακριβώς αντίθετα από τις αρχές και τις αξίες με τις οποίες γαλουχήθηκαν μια ζωή στην Κεντροδεξιά.

Ο διορισμός αθέων, παραγόντων που ασκούνται σε δημόσιες σχέσεις, δικαιωματιστών, ημι-διαπλεκομένων, πολιτικών οπορτουνιστών και λοιπών, εξοργίζει. […] Στα μάτια τους η Ν.Δ. μοιάζει πιο πολύ Κεντροαριστερά παρά Κεντροδεξιά».

Η επίθεση

Το ίδιο άρθρο επιτίθεται προσωπικά στον πρωθυπουργό, επαναλαμβάνοντας την παλιά κατηγορία που απεύθυναν οι επίγονοι του Καραμανλή στον Κωνσταντίνο Μητσοτάκη, ότι δηλαδή δεν προερχόταν από την «παράταξη» και επομένως η ανάληψη της αρχηγίας της Ν.Δ. τίθεται ανά πάσα στιγμή υπό αίρεση:

«Βεβαίως, πρέπει να πούμε με τόλμη την αλήθεια. Κατά βάθος ούτε ο Κυριάκος είναι Ν.Δ. ούτε και εξελέγη ως κλασικός νεοδημοκράτης. Ούτε οι οπαδοί της Ν.Δ. είναι μητσοτακικοί όμως. Με την παράταξη είναι μια ζωή ανεξαρτήτως αρχηγών. Κατ’ ουσίαν σύμβαση αναθέσεως των τυχών της χώρας έγινε μεταξύ των δύο μερών με αποστολή τη διακυβέρνηση. Με εξαιρετικές προϋποθέσεις να μετατραπεί σε σύμβαση αορίστου χρόνου» («Πότε έρχεται η Ν.Δ.;», «Εστία», 20.1.2020).

Η επίθεση ήταν τόσο ευθεία ώστε ο αρθρογράφος αισθάνθηκε την ανάγκη την επόμενη μέρα να την ακυρώσει, γράφοντας έναν ύμνο για τον πρωθυπουργό, με τον οποίο μάλιστα πέρασε και το βράδυ του: «Ο Μητσοτάκης είναι πλέον ώριμος. Ξέρει τι θέλει. Ισχύει και τώρα. Μπορείς να του ασκήσεις κριτική σε επί μέρους επιλογές –το κάνουμε όταν πρέπει– αλλά δείχνει να πατά γερά στα πόδια του. Και το κυριότερο, χωρίς ίχνος αλαζονείας, τουλάχιστον μέχρι στιγμής» («Μια βραδιά με τον πρωθυπουργό», «Εστία», 21.1.2020).

Ασφαλώς δεν ενδιαφέρει εδώ το δίλημμα του αρθρογράφου μεταξύ Μητσοτάκη και «βάσης», αλλά αυτή η ταλάντευση μεταξύ του σημερινού αρχηγού και των δύο προηγούμενων (Σαμαρά και Καραμανλή) σημαδεύει τον τρόπο που πολιτεύεται η κυβέρνηση. Η διέξοδος που έχει μηχανευτεί ο κ. Μητσοτάκης προκειμένου να αντιμετωπίσει τις δύο «συνιστώσες» που ο ίδιος αισθάνεται ως απειλητικές είναι μια διπλή μεθόδευση.

Από τη μια μεριά, φροντίζει να στελεχώσει το «επιτελικό κράτος» με στελέχη τα οποία διατηρούν προσωπική σχέση μαζί του και πάντως δεν συγκαταλέγονται σε εκείνα που θα επέλεγαν οι σαμαρικοί και οι καραμανλικοί. Είναι αυτά που θεωρεί στελέχη της Κεντροαριστεράς ο αρθρογράφος.

Σκληρή δεξιά γραμμή

Από την άλλη, ο Μητσοτάκης εφαρμόζει την πιο σκληρή δεξιά γραμμή σε κρίσιμα ζητήματα, όπως το προσφυγικό και η ασφάλεια, εξασφαλίζοντας μ’ αυτόν τον τρόπο την επιδοκιμασία των στελεχών που προέρχονται από τον ΛΑΟΣ και αποδυναμώνοντας ταυτόχρονα την εσωκομματική αντιπολίτευση των «σκληρών» σαμαρικών.

Αλλά ο πιο σημαντικός τρόπος που έχει επιλέξει ο κ. Μητσοτάκης προκειμένου να εξουδετερώσει την αντίδραση των «συνιστωσών» είναι η εφαρμογή μιας αυστηρής νεοφιλελεύθερης πολιτικής, στην οποία συμφωνούν στελέχη τόσο της σαμαρικής όσο και της καραμανλικής «συνιστώσας».

Ο ίδιος ο Αντώνης Σαμαράς υπήρξε φανατικός νεοφιλελεύθερος, όπως και οι σημερινοί του ακόλουθοι Γεωργιάδης και Βορίδης. Αλλά και στο στρατόπεδο των καραμανλικών τις ιδέες αυτές συμμερίζονται πολλά στελέχη, όσο κι αν ο ίδιος ο Κώστας Καραμανλής επιχείρησε να συμβιβάσει τον νεοφιλελευθερισμό με την οικογενειακή του παράδοση της λαϊκής Δεξιάς και παρά το γεγονός ότι ο επιφανής εκφραστής αυτής της τάσης Βαγγέλης Μεϊμαράκης προκρίνει τον «κοινωνικό φιλελευθερισμό με επίκεντρο τον άνθρωπο».

Βρισκόμαστε λοιπόν μπροστά στο παράδοξο να είναι υποχρεωμένος ο πρωθυπουργός να ακολουθεί μια σκληρή (και επομένως ανοιχτά αντιλαϊκή) νεοφιλελεύθερη πολιτική, όχι μόνο επειδή εκφράζει τον ίδιο, αλλά και επειδή θεωρεί ότι μόνο με αυτή θα μπορέσει να συνενώσει τις νεοδημοκρατικές «συνιστώσες» υπό την ηγεσία του.

Πηγή: efsyn.grΓιάννης Μπασκάκης, Δημήτρης Ψαρράς

Μια σκέψη στο “ΝΔ: Εάν “ξύσεις” λίγο την επιφάνεια θα βρείς ένα κόμμα γεμάτο “συνιστώσες”! Τι “παίζει” … between the lines

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *