Είστε εδώ

(vid) Τι είχε πεί ο πρωταγωνιστής της “αποστασίας” Κων Μητσοτάκης στον Παπαχελά για Καραμανλή (θείο) και Αντρέα: Κακομαθημένος ο πρώτος, αερόλιθος ο δεύτερος

Ένα κακομαθημένο, που δεν άντεχε να είναι στην αντιπολίτευση… Και ένα αερόλιθο, που δεν ψήφισε για να μην χάσει την αμερικανική υπηκοότητα
Η πρώτη φράση του Κωνσταντίνου Μητσοτάκη, είναι για τον Κωνσταντίνο Καραμανλή. Και η δεύτερη για τον Ανδρέα Παπανδρέου. Περιέχονται στο βιβλίο του διευθυντή της Καθημερινής, Αλέξη Παπαχελά, που κυκλοφόρησε πρόσφατα με τίτλο «Ο Κωνσταντίνος Μητσοτάκης με τα δικά του λόγια – Τόμος Α΄ 1942-1974» (Εκδόσεις Παπαδόπουλος). Όρος του Κωνσταντίνου Μητσοτάκη ήταν να κυκλοφορήσει το βιβλίο μετά τον θάνατό του, όρο που σεβάστηκαν ο Αλ Παπαχελάς και ο εκδότης.
Ο Κων. Καραμανλής τον διέσωσε πολιτικά, όταν τον «μάζεψε» στη Νέα Δημοκρατία. Με τον Ανδρέα Παπανδρέου ήταν από την πρώτη στιγμή «πολιτικά θανάσιμοι εχθροί». Η κριτική του Μητσοτάκη είναι σκληρή και βεβαίως γίνεται εκ του ασφαλούς, μιάς και έχει φύγει από τη ζωή.

ΤΙ ΛΕΕΙ ΓΙΑ ΤΟΝ ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟ ΚΑΡΑΜΑΝΛΗ
“Ήλθε στην εξουσία ο Καραμανλής με εύνοια, και αυτό το προπατορικό αμάρτημα τον συνόδευε μέχρι τέλους. Το είχε και ο ίδιος μέσα του αλλά και στον λαό είχε απομείνει αυτή η αίσθηση. Κούρασε στη δεύτερη τετραετία, έφτασε και σε ρήξη με το Παλάτι, δημιουργήθηκαν όλα όσα δημιουργήθηκαν και τελικά ήταν μοιραία πλέον η πτώση του. Αν ο Καραμανλής δεν έφευγε, δεν υπάρχει καμιά αμφιβολία πως η πορεία της πολιτικής ζωής μας θα ήταν διαφορετική. Αν με ρωτήσεις εμένα, η πιο βάσιμη κριτική που κάνω στον Καραμανλή είναι ότι δεν έπρεπε να φύγει εκείνη την ώρα. Αν δεν έφευγε και έμενε αρχηγός της Δεξιάς, δεν θα γινόταν η δικτατορία. Θα έμενε από την άλλη πλευρά μία συγκροτημένη δύναμη, δεν θα γινόταν η γελοία πολιτική που έκανε ο Κανελλόπουλος κατόπιν.
Ο Καραμανλής δεν άντεχε την αντιπολίτευση. Ο Καραμανλής ήταν κακομαθημένος, γιατί δεν ξεκίνησε από τη βάση, δεν πέρασε διά πυρός και σιδήρου όπως περάσαμε όλοι οι υπόλοιποι.”
ΤΙ ΛΕΕΙ ΓΙΑ ΤΟΝ ΑΝΔΡΕΑ ΠΑΠΑΝΔΡΕΟΥ
“Το 1963 επανεμφανίζεται και ο Ανδρέας Παπανδρέου. Ο Ανδρέας παρουσιάσθηκε σαν αερόλιθος, όπως πολύ εύστοχα τον είχε χαρακτηρίσει ο Πάνος ο Κόκκας. Παρουσιάστηκε αρχικά ως υπάλληλος του Καραμανλή, στην ουσία σαν τεχνοκράτης. Στη συνέχεια άρχισε να τον χρησιμοποιεί ο πατέρας του. Ο Ανδρέας δεν μετέσχε, δεν έλαβε μέρος στις εκλογές του ’63, αλλά το σημαντικό είναι ότι δεν εψήφισε. Ο Ανδρέας Παπανδρέου δεν εψήφισε στις κρίσιμες εκλογές που εκρίθηκε η τύχη της Ελλάδος. Δεν έδωσε την ψήφο του, για να μη χάσει την αμερικανική υπηκοότητα. Εκείνη την εποχή (η νομοθεσία άλλαξε αργότερα), όποιος Αμερικανός πολίτης ψήφιζε έχοντας διπλή υπηκοότητα, την έχανε. Επειδή δεν ήταν βέβαιος ότι θα κέρδιζε η ΕΚ, απλούστατα έκανε τον δικό του υπολογισμό. Δεν έδινε μία δεκάρα για την ΕΚ και τον πατέρα του. Στην ουσία ο Ανδρέας τον εαυτό του κοίταζε και δεν είχε αποφασίσει να παίξει το παιχνίδι της Ένωσης Κέντρου, ώσπου πήραμε την εντολή, αφού κερδίσαμε τις εκλογές του 1963».
Το επεισόδιο με τον Ανδρέα Παπανδρέου και την επιρροή που ασκούσε στον πατέρα του στα οικονομικά θέματα, με αποτέλεσμα να εμφανιστούν τα πρώτα σημάδια ψυχρότητας στις σχέσεις του Μητσοτάκη με τον «Γέρο της Δημοκρατίας». Διηγείται ο Κωνσταντίνος Μητσοτάκης:
«Διεφώνησα με τον Γεώργιο Παπανδρέου και από εκεί και πέρα είχαμε ένα πρόβλημα γιατί την οικονομία δεν την αντιμετωπίζεις με επιχειρήματα, η οικονομία εκδικείται. Τα πράγματα, ενώ ήσαν πολύ καλά στην εκκίνηση, άρχισαν να δυσχεραίνουν και ήδη το καλοκαίρι του ’64 έστειλα εγώ τη γνωστή επιστολή προς τον Γεώργιο Παπανδρέου όπου του έκρουα τον κώδωνα του κινδύνου, ότι η οικονομία δεν πάει καλά και πρέπει να λάβουμε μέτρα. Εγώ δεν έχω στείλει στη ζωή μου ποτέ τέτοια επιστολή, ήταν η μόνη επιστολή την οποία έστειλα και στην πραγματικότητα την έστειλα διότι δεν μπορούσα να βρω τον Παπανδρέου τον Γέρο. Ενώ είχαμε τόσο στενή επαφή, μου κρυβόταν, και μου κρυβόταν ευλόγως από τη δική του την πλευρά γιατί δεν είχε τι να μου απαντήσει στα επιχειρήματά μου. Του έστειλα αυτή την επιστολή στην οποία και εκείνος μου απήντησε, υπάρχουν και η επιστολή και η απάντηση του Παπανδρέου, αλλά το πράγμα δεν άλλαξε. Είχαμε αρχίσει να είμαστε ελλειμματικοί, ενώ εκείνη την εποχή δεν υπήρχαν ελλείμματα. Τα ελλείμματα είναι φαινόμενο σχετικά πρόσφατο, από τη δεκαετία του ’80 και πέρα, στην Ελλάδα τα εισήγαγε πάλι ο Ανδρέας Παπανδρέου το ’81 ως πρωθυπουργός. Ισαμε τότε, δεν είχαμε ελλείμματα, οι προϋπολογισμοί όλοι, όλων των κυβερνήσεων, ήταν ισοσκελισμένοι, ήταν αυτονόητο, και το πρόβλημα ήταν τι περίσσευμα θα είχαμε για τις επενδύσεις. Διότι οι επενδύσεις εκείνη την εποχή χρηματοδοτούντο, δεν υπήρχε βοήθεια, η αμερικανική βοήθεια είχε πάψει να υπάρχει, βοήθεια άλλη δεν είχαμε και χρηματοδοτούντο οι επενδύσεις από τα τακτικά έσοδα του προϋπολογισμού και από δανεισμό φυσικά, αλλά η τάση ήταν όσο το δυνατό μικρότερο δανεισμό. Στο τέλος του 1964 είχε αρχίσει να φαίνεται ότι το πρόβλημα της οικονομίας είναι οξύ και δύσκολο, το λέω αυτό, και επιμένω σε αυτό, γιατί στον κόσμο αυτό δεν ήταν εμφανές, τα πράγματα πήγαιναν ομαλά, η κυβέρνηση ξόδευε λεφτά, ο κόσμος ήταν ευχαριστημένος, όπως γίνεται πάντοτε σε αυτές τις περιπτώσεις. Λίγοι εγνώριζαν την πραγματικότητα. Και εκεί υπήρχε μία βασική πλέον διαφωνία μεταξύ εμού ως υπευθύνου για την οικονομία και του ζεύγους Παπανδρέου, πατέρα και υιού, πρέπει να το πω αυτό, και των δύο. Ο μεν πατέρας ήταν αντίθετος για άλλους λόγους, γιατί είχε αυτή την ψυχολογία ότι, δεν μπορεί, πρέπει να γίνεται ευχάριστος, ο δε γιος διότι αυτή ήταν η κοσμοθεωρία του, δεν ενδιαφερόταν για τίποτε, απλώς ήθελε πάντοτε να είναι και αυτός από τη δική του την πλευρά ευχάριστος…».
«Πάρα πολύ, πάρα πολύ δυσάρεστη ατμόσφαιρα η οποία συνεχίστηκε και το φθινόπωρο και τον επόμενο χρόνο. Εγώ επέμενα ότι έπρεπε να σφίξουμε τα λουριά και ότι έπρεπε να μειώσουμε τις δαπάνες. Η μεγάλη μου διαφορά με τον Ανδρέα ήταν ότι ο Ανδρέας μου ζητούσε να επιβάλω φόρους, καινούργιους φόρους, για να μπορεί να πραγματοποιεί δαπάνες ο πατέρας του και εγώ έλεγα ότι εγώ δεν βάζω φόρους και πάνω σ’ αυτό, στη μικρή Κυβερνητική Επιτροπή, είχαν γίνει έντονες συζητήσεις. Αυτή η κουβέντα γινόταν μέσα στην Κυβερνητική Επιτροπή. Είπε ο Ανδρέας: “Πρότεινε φόρους”. “Εγώ φόρους δεν βάζω, δεν χρειάζονται φόροι, να κόψετε τις δαπάνες, κύριοι, να σταματήσετε τις σπατάλες”».
Πηγή: mignatiou.com

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *